- ιδιότοπος
- ἰδιότοπος, -ον (Α)αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῑς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ά-τοπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰδιότοπον — ἰδιότοπος of their own district masc/fem acc sg ἰδιότοπος of their own district neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιοτοπία — ἰδιοτοπία, ἡ (Α) [ιδιότοπος] αστρολ. η ξεχωριστή θέση στον ζωδιακό κύκλο … Dictionary of Greek
ιδιοτοπώ — ἰδιοτοπῶ, έω (Α) [ιδιότοπος] αστρολ. καταλαμβάνω στον ζωδιακό κύκλο θέση αντίστοιχη με τους άλλους αστέρες … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek